λέγεται δεν ξέρω αν εγώ θες να'ρθεις τώρα

δεν χτυπάει το θυροτηλέφωνο γιατί είναι χαλασμένο ή γιατί είσαι εσύ αλλά αυτή τη φορά χτυπάει δηλαδή ακούγεται να χτυπάει κι έτσι χωρίς να ρωτήσω ανοίγω ανοίγει τζζζζ τζζ τζζζζζζζζζζ  τζ τζζζζζζζζ ανοίγω και την πόρτα να δω το χαλάκι που είναι ακόμα στη σωστή θέση δηλαδή γυρισμένο να λέει welcome καθώς βγαίνω λοιπόν ναι ναι ανοίγω για να δω αλλά ακούω, ακούω τα βήματα στην σκάλα γιατί δεν παίρνεις ασανσέρ ή παίρνεις και σταματάς δύο ορόφους πιο κάτω ώστε ναι να κάνεις λίγο λίγη προπόνηση λίγο κάτι χα οκ λοιπόν ειμ μμ ειμμμ είμαι μένω στον πέμμμμ -χρόνια ρινίτιδα- πτο, κρατάω το φως τού των διαδρόμων ανοιχτό με τα δάχτυλα στο διακόπτη ή στο κουδούνι του γείτονα που λείπει για φθινόπωρο, ακούω βήματα που δεν λαχανιάζουν αλλά η φωνή λαχανιάζει και ανεβαίνει ενώ λέει ότι δεν ξέρω τι γίνεται δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτό που ζω αλλά αυτό ζω και τώρα τι να κάνω ας το ζω ας το υποστηρίζω, να το υποστηρίξω πω σκατά πω σκατάα και πω τελικά φτάνει δηλαδή φτάνεις και είσαι εσύ δηλαδή έιγώ, δύο ονόματα σε δύο σώματα, δύο κεφάλια σε ένα μαξιλάρι κάτω από ένα κούφωμα δίπλα σε μια οθόνη πάνω από μόλυνση του περιβάλλοντος και μμαλακίες