-όχι

χαλαρός τοίχος αντί για ταινία το μεσημεράκι, κλείνουμε δηλαδή κλείνω τα μάτια, απότομα τα ανοίγω, σκατά σκέφτομαι, σκατάα ψιθυρίζω, χμ ναι ναι πρέπει να σηκωθώ, ωραίο πολύ πολύ ωραίο βολτάκι στο δωμάτιο, με βγάζει άνετα έξω στο μπαλκόνι, παρατηρώ απέναντι το πράσινο πράσινο μπαλκόνι νεαρού σπουδαστή και τον ίδιο με ύφος καρόλου να θαυμάζει παρέα με μπεγλέρι στο χέρι μια λεβάντα, έναν βασιλικό, μία δάφνη, ένα άγαλμα πελοποννήσιου αρχιτέκτονα, μια λεμονιά, μια ελιά, ένα φίκο μπέντζαμιν και πέντε-έξι cd περιστεριού, χασμουριέμαι, τεντώνομαι, πατάω άθελά μου ένα μανταλάκι και το κάνω κομμάτια, ξεφυσάω, ευτυχώς σηκώνεται ένα αεράκι και τα παίρνει μαζί του, εύχομαι να τα πάει απέναντι αλλά τελικά τα βλέπω κολλημένα στη μανιβέλα της τέντας, χτυπάω απαλά δυο φορές τα τέσσερα απ΄τα πέντε δάκτυλα της παλάμης στο μέτωπο, ωπ κάπως μαγικό ναι ναι ουάου μεταφέρομαι πίσω στο δωμάτιο χωρίς να κινηθώ, κάτω βλέπω δύο μαξιλάρια και έναν ευχούλη ξαπλωμένο, μου κλείνει το μάτι σε φάση που΄σαι μάγκα, χαιρετάω  ετοιμάζω άλμα και πηδάω θεαματικά από πάνω, μου ζητάει το λόγο ενώ είμαι στον αέρα και όταν προσγειώνομαι αρχίζει και φωνάζει τι κάνεις ρε μαλέα τι έκανες μαλάκα δε θα ψηλώσω αν το κάνεις αυτό ρε λοιπόν λοιπόν έλα ξεκόλλα ε άντε εμπρός εμπρός τέλειωνε ρε πέρνα ξανά από πάνω μου, σκέφτομαι ουφ καλά καλά οκ, λέω εντάξει ρε, περνάω και ακούω ενώ τραβάω προς την κουζίνα το έτσι μπράβο μάγκα τώρα είσαι σωστός, φθάνω στο νεροχύτη, ένα πιάτο που είναι μέσα με ρωτάει πότε θα το πλύνω, αντιδράω φυσιολογικά σε στυλ ρε δε μου γαμιέστε όλοι εδώ, εκείνο μου συνιστά ηρεμία, στη συνέχεια αναφέρει ότι πονάει το κεφάλι του, ότι δε γουστάρει εντάσεις και ότι μια κουβέντα είπε δεν τρέχει κάτι, οκ του απαντάω αλλά βούλωνε λίγο μη σε σπάσω, παίρνει μια ανάσα και δεν ξαναμιλάει, ανοίγω το ντουλάπι από πάνω, βρίσκω ένα ποτήρι, βάζω νερό βρύσης, πίνω, δροσίζομαι και ξεδιψάω, ταυτόχρονα απορώ πως έχω συνηθίσει τόσο χλώριο, κατευθύνομαι στο σαλόνι, πριν προλάβω ακούγεται το κουδούνι επίμονα, δε ρωτάω ποιος είναι ώστε να μη δηλώσω παρουσία, επιλέγω το αθόρυβο ναι ντάξει κοιτάω απ΄το ματάκι, ωχ είναι η κυρία γειτόνισσα, πατάω στις μύτες των ποδιών και κρατάω την αναπνοή μου μιας και υποψιάζομαι τι συμβαίνει, μετά από λίγο βλέπω χαρτί Α4 να γλιστρά σιγά σιγά κάτω απ΄την πόρτα και να απλώνεται στο πάτωμα, το πιάνω απαλά και διαβάζω ότι κλειδώθηκε πάλι απέξω και όταν δω το σημείωμα να έρθω αμέσως στην ξαδέλφη της στον πάνω όροφο να τη βρω, με άλλα λόγια να πηδήξω από μπαλκόνι σε μπαλκόνι για τέταρτη φορά αυτό το τρίμηνο, πω σκέφτομαι με τίποτα, σε λίγο το ξανασκέφτομαι, ε λέω έλα μωρέ μην είσαι κακός ναι ρεεε μην είσαι απαίσιος ναι ναι ας είναι ρε ας είναι, ανοίγω την πόρτα, ακούω το έλααα ρε παιδί μου εδώ είσαι, σε παρακαλώ ναι ναι αυτό σώσε με ρε αγόρι μου σε παρακαλώ, γνέφω οκ πάω, βγαίνω και με μια-δυο εντυπωσιακές κινήσεις καταφέρνω  να περάσω στο μπαλκόνι της, νιώθω το βλέμμα του νεαρού να με ακολουθεί, σε λίγο να και η φράση ρε φίλε τι κάνεις, γυρνάω τον κοιτάζω, παγώνω τα μάτια μου στα μάτια του και ξεκινάω ένα χορευτικό πατώντας στα κορναρίσματα που έρχονται απ΄την πατησίων, ενώ λοιπόν κάνω την τελευταία μου φιγούρα, αυτός ξεκινά ένα πολύ αργό ειρωνικό χειροκρότημα το οποίο συνοδεύεται από δύο μακρόσυρτα μπράβο μπράβο, συνεχίζει απειλώντας με ότι θα καλέσει την αστυνομία, κάπου εκεί του λέω να τη βάλει παρέα με το σώμα του στον γγκώλο του και μπαίνω στο εσωτερικό του σπιτιού ενώ αντιλαλούν στον ακάλυπτο το θα σε γαμήσω καριόλη κουφάλα κουφαλία γαμημένε γελοίε, επιθυμώ να του δείξω ένα πολύ ωραίο μεσαίο δάκτυλο αλλά σκέφτομαι πως μέρα είναι και αύριο, φθάνω στην κυρία πόρτα, την ανοίγω, η κυρία γειτόνισσα με περιμένει απέξω, με φιλάει σταυρωτά, την χαιρετάω και μπαίνω στο διαμέρισμα, κάθομαι στον καναπέ είναι πλέον απογευματάκι, χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω είσαι εσύ με ρωτάς αν ψήνομαι να δούμε καμιά ταινία το βραδάκι