ευχής

βότσαλο με πετάει στη θάλασσα, θάλασσα στενεύει στενεύει στρογγυλεύει, γίνεται δίνη δηλαδή ρουφήχτρα γίνεται, πέφτω μέσα της, βότσαλο πανηγυρίζει, λέει πωωωω και γαμώ, πςςςς τι έκανα ρε μμαλάκα ουάω, στη συνέχεια φοράει καπάκι μπύρας και πάει να βρει τα γυαλάκια και κάτι γόπες που κάθονται δίπλα στα φύκια, όταν φτάνει παρατηρεί ότι άδειος αναπτήρας τραμπουκίζει οπότε του την πέφτει από πίσω και τον σπάει σε πολλά κομμάτια, σπαστό καλαμάκι σπεύδει να το συγχαρεί και με την ευκαιρία το γνωρίζει στο κολλητό του δηλαδή σε πατημένο πλαστικό μπουκαλάκι νερού, το οποίο όπως αναφέρει είναι θαυμαστής του από παλιά (παίζει να ψιλογούσταρε αν και του αρέσουν καπάκια αναψυκτικών και φελλοί τα τελευταία χρόνια), σε λίγο τρία μωρομάντηλα στεγνά, δύο μαντηλάκια υγρά στις θήκες τους , μία ψάθα, μία πετσέτα με λεκέδες καφέ, τρία τουβλάκια, μία μπαταρία nokia5110, ένα τρύπιο προφυλακτικό και μισό μέτρο χαρτί υγείας πλευρίζουν και λένε να αράξουν μαζί τους, η παρέα τούς καλωσορίζει ενώ τους καλεί να φέρουν περισσότερους φίλους εάν θέλουν, τηλέφωνο σφύριγμα μεσολαβούν και σε λίγο πλησιάζουν τρεις κοτρόνες μεσαίου μεγέθους, δύο καβούρια που κουβαλάνε έναν λιώμα αστερία και ένα κουβαδάκι που κάνει κόλπα με κοχύλια στην τσέπη του, το βότσαλο ψήνει να ανάψουν καμιά φωτιά, οι υπόλοιποι συμφωνούν, κάποιος προτείνει να μαζέψουν κιθάρες για προσάναμμα, μία γόπα λέει ότι θα βρει αυτή απλά να έρθει αν είναι κάποιος μαζί, ο αστερίας συνέρχεται λέει: ιγώ εεγώ! θέλω και να περπατήσω να πάρω αέρα ρε- αμέσως φεύγουν, σε ένα τέταρτο επιστρέφουν με δύο κιθάρες, κάτι κρουστά, πέντε-έξι φλογέρες, τρεις ρακέτες, τα στήνουν μέσα σε τετράγωνο που σχεδίασε, ενώ έλειπαν, φίλος αρχιτέκτονας του προφυλακτικού (αναφέρθηκε πως ήρθε αλά μπρατσέτα με δύο δαγκωμένα μήλα και πίσω ακολουθούσε ένα iphone με ραγισμένη οθόνη, δύο 2d παρεό, ένα μπαλάκι σε μακέτα και μία φόρμα αίτησης για ασκτ) και σχημάτισε το καλαμάκι το οποίο έπινε ασταμάτητα άμμο(την είχε φέρει ένα απ΄τα τουβλάκια από τον άλλο αέρα όπως χαρακτηριστικά είπε και ίσως εννοούσε μια παραλία που μόνο εκείνο ξέρει), σε λίγο τα όργανα λαμπάδιασαν από μόνα τους, τα πρόσωπα φώτισαν, τα χαμόγελα τέντωσαν, αρκετή ώρα αργότερα μία εφημερίδα έφθασε λιαχανιασμένη και όλοι γέλασαν δυνατά με το: πω μαλάκες έλιωσα ρε, με πήρε ο ύπνος πάνω στην κοιλιά του