as we

ζεστό νερό νεράκι δοκιμάζει το χεράκι, ύστερα οι ώμοι, ο λαιμός, σε λίγο κάθε κάθε σημείο του σώματος, πόροι ανοίγουν-μάτια κλείνουν, σαμπουάν με ανοιχτό καπάκι κοιτάει, αφρόλουτρο με σπασμένο καπάκι παχύρρευστο υγρό ρέει, πρόβλεψη δροσιάς από την κουρτίνα, επίσπευση διαδικασίας με τη βοήθεια μη απορροφητικού σφουγγαριού, σβέλτα τηλέφωνο ντους σπιράλ επιβεβαιώνει κίνηση ξεπλένομαι και γρήγορα γρήγορα ας ολοκληρώσω να πατήσω στο πατάκι και να πιάσω πετσέτα αιθαλομίχλης καθαρή , πατάω-πιάνω, όου πατάκι γίνεται μαγικόου, πετάω τώρα ναι ναι πετάω πετάω πετάμε μέσα στο μπάνιο, ο καθρέπτης με δείχνει θαμπό στον θερμοσίφωνα, εκείνος σατανίζεται με τη μία γιατί δε γουστάρει μαλακίες στον χώρο του, με θεωρεί υπεύθυνο και γεμίζει αυτόματα άλατα-η αντίσταση παραπονιέται αλλά το βουλώνει γιατί τον βλέπει έτοιμο να τρυπήσει, τα φώτα αναβοσβήνουν κοροϊδευτικά με ταχύτητα και το ένα καίγεται, ο νιπτήρας φωνάζει πάρ'τα ρε αρχίδι που θα κοροϊδέψεις κιόλας, το πλυντήριο αδιαφορεί και ξεκινά πρόγραμμα για ευαίσθητα/συνθετικά στους 40 βαθμούς, το καζανάκι κατουριέται απ΄τα γέλια με το που με βλέπει να ισορροπώ, η ταμπλέτα που κολυμπάει μέσα του αλλάζει χρώμα και επιπλέει στο παλιό, η λεκάνη σηκώνεται-κατεβαίνει λέγοντας στην πόρτα να ανοίξει ώστε να απελευθερώσει τους υδρατμούς μαζί και το θέαμα, εκείνη ανοίγει, βγαίνουμε έξω αριστερά στην κουζίνα για να μας χειροκροτήσει η τοστιέρα και η καφετιέρα, φτάνουμε στο σαλόνι, εκεί βρίσκουμε τον καναπέ να κοιμάται στα πλάγια και μια θήκη cd δίπλα του η οποία γυρνάει ενοχλημένη και μας κάνει σσσ, στροφή πίσω πίσω στο δωμάτιο, το στρώμα μάς υποδέχεται πολύ φιλικά παρέα με δύο κρακεράκια σε συσκευασία, δίνει εντολή στο παράθυρο να ανοίξει, εκείνο ανοίγει χωρίς πολλές κουβέντες, είσαι θεός και ο ένας και ο άλλος και ο άλλος-τους λέμε, βγαίνουμε στο μπαλκόνι, μανταλάκι πεταμένο μισοπατημένο στο πάτωμα μάς σφυρίζει να κατέβουμε και θα αναλάβει το άπλωμα , κατεβαίνουμε, ψιθυρίζω ότι θα γυρίσω μέσα, ναι είναι ώρα, πληρώνω στα κάγκελα, ψιτ που είσαι εσύ-στην τέντα, κλείνω μάτι σε όλους, κόλλα πέντε με το πατάκι και να το ξανακάνουμε μάγκα, τα ρολά της μπαλκονόπορτας ανεβαίνουν με παλαμάκι, η ίδια η μπαλκονόπορτα εξαφανίζεται όταν κάνω βήμα, μπαίνω μέσα, πιστολάκι μού φωνάζει απ'το χωλ: που είσαι ρεεεεε που είσαι, του λέω είμαι στεγνός ρε άλλωστε δε λούστηκα, λέει: α οκ δεν είδα την είχα πέσει σε ένα  καλάθι πάνω στα ξυριστικά κάτω από δύο περιοδικά και δεν πήρα πρέφα καν ότι μπήκες για ντους άκουσα όμως ένα σούσουρο, ναι ναι -απαντάω-οκ θα σου πω άλλη φορά, κατευθύνομαι στη ντουλάπα περιμένω να ανοίξει, σιδερώστρα με σκουντάει και με ενημερώνει ότι παίζει μια παρεξήγηση μεταξύ συρταριών αλλά κάτι θα γίνει, έρχεται  η σκούπα σε λίγο παρέα με κάτι πουκάμισα, που ήταν πεταμένα στο καλοριφέρ και κάτι κάλτσες βρακιά, που είχαν πάει στα άπλυτα κατά λάθος, θα μιλήσουν όλοι μαζί να βρεθεί μια άκρη, σκέφτομαι αχά δηλαδή πουφ οκ, το τηλέφωνο χτυπάει, τρέχω, το σηκώνω, μουρμουράς νιώθεις μια κούραση  θες να πεις μήπως να το γειώναμε σήμερα, το καθυστερείς, γκρινιάζεις για τη διάθεση, γκρινιάζω για τα πάντα, το ανακοινώνεις μετά από λίγο, συμφωνώ, χαιρόμαστε, χαιρετιόμαστε, κλείνουμε