αφαίρεση #

η μία γραμμή θέλει-η άλλη δε θέλει, η μία γραμμή δε θέλει-η άλλη θέλει,
η μία γραμμή φωνάζει-η άλλη ουρλιάζει, η μία γραμμή κλείνει το τηλέφωνο- η άλλη σπάω το τηλέφωνο, τρέχω στην κουζίνα, μπαίνω στο ψυγείο, αφήνω την πόρτα μισάνοιχτη, αυγό με καλωσορίζει στη συντήρηση, το διαλύω πάνω σε τρεις μερίδες γαλατάκια που είχαν κάτσει παρέα με μισό λεμόνι δίπλα του, περνάω με άλμα απέναντι, γλιστράω κάτω, βρίσκω ντομάτα πιπεριά, περνάω από πάνω τους, τις πατάω, σκαρφαλώνω σιγά σιγά, με βοηθάει η σκέψη ότι έχω ξεκινήσει μονόζυγο τελευταία και κάπως έχω δυναμώσει ρε μάαγκα, φθάνω στην επιφάνεια, βρίσκω βούτυρο, ανοίγει κουβέντα έχοντας σκοπό να με πείσει για απόψυξη, του λέω ρε δεν είναι ώρα τώρα εκείνο όμως συνεχίζει, σύντομα σατανίζομαι, το πιάνω και το εκσφενδονίζω πάνω σε μουστάρδα που μας κόζαρε απ'τα πενήντα εκατοστά, ταπεράκι που γράφει μουσακάς κάπως αντιδρά, τρέχω κοντά του και με δύο έξυπνες κίνησεις το στραπατσάρω, το κολλάω στο ρυθμιστή θερμοκρασίας και ύστερα το εξοντώνω πάνω στο φως, ένα σοκολατάκι που στέκεται μόνο στο ράφι αηδιάζει με την εικόνα και λιώνει αυτόματα, το κοιτάζω και χαμογελάω στραβά σα να έχω σπίρτο στο στόμα, πηδάω πιάνομαι από δεύτερη επιφάνεια που γλιστράει αρκετά , τα καταφέρνω, ανεβαίνω, βρίσκω τυρί, μπαίνω στη συσκευασία του, κολυμπάω χαλαρός στην άλμη, μήλο τσαπουκαλεύεται απέξω, μπαίνει μέσα για να με βγάλει ώστε να αναμετρηθούμε εκτός, σκάω άπερκατ, μένει αναίσθητο, το πνίγω μέσα και το πετάω με δύναμη έξω, κάτι αναψυκτικά ξερνάνε με το θέαμα και λένε πω τι κκκάνει ρε μαλάαακα, συνεχίζω κολύμπι, απορροφάω, σταματάω, περιμένω, περιμένω, περιμένω, παραμένω, χρόνος περνάει περνάει, η φέτα μουχλιάζει, μουχλιάζω μαζί της-όχι μαζί σου