τίτλος η τελευταία φράση αλλά όχι και σίγουρα ρε

κύριος περπατά τρώει το κομπολόι του, κύριο συναντά που τον τρώει το κομπολόι του,
σε λίγο το κομπολόι του πρώτου και ο κύριος του δεύτερου εξαφανίζονται, μένει ο πρώτος κύριος, μένει το δεύτερο κομπολόι, έρχονται κοντά, υπάρχει η ιδέα η κοινή ιδέα και επιθυμία να φαγωθούν, παίρνουν θέσεις, τελικά επιβιβάζονται στο ένα απ΄τα δύο λεωφορεία λεωφορείο που διέρχονται την δροσοπούλου αυτό το δρόμο στην αθήνα, αυτό το δρόμο στο ¦¦ελλάδα είναι η μόνη αθήνᦦ, λοιπόν έρχονται κοντά μου μιας και βρίσκομαι εντός του με δεδομένα, γυρίζω αλλά κυρίως γυρνάω χωρίς να πολυγερνάω γερνώντας απ΄το πρωί όλα γτπ όλα όλο μαλάκες όλοι μαλακίες ζουζούνι, με πλησιάζουν ναι κάθονται όρθιοι όρθια δίπλα μου, με κοιτάνε, ξέρω ναι σκέφτονται να με φάνε και σε λίγο όντως λίγο-λίγο με τρώνε, δεν μπορώ να αντιδράσω λόγω φωνητικής τηλεματικής παρεμβολής που λέει να μην απενεργοποιούμε δεδοδεμένα πριν φτάσουμε στη στάση μας στη δουλίτσα σπιτίτσα δουλειά μας οπότε αφήνομαι, με τρώνε σχεδόν όλο ναι τελικά όλο, η σκιά μου επιβιώνει, λέω να κατέβω στην επόμενη στάση, πατάω κουμπί κουμπάκι, φως φωτάκι πάνω απ'τη πόρτα δεν φαίνεται να ανάβει όχι γιατί δεν το πάτησα καλά αλλά μάλλον γιατί είναι χαλασμένο, κοιτάζω μπροστά απ' τη θέση του οδηγού το καντράν του οδηγού στο οποίο αναβοσβήνει το κουμπί φωτάκι που με αφορά ενώ περιμένει το δάχτυλο δαχτυλάκι του να το αγγίξει, επαληθεύω λοιπόν ότι πάτησα καλά πριν και ότι όντως είναι χαλασμένο το άλλο, σε λίγο οι πόρτες ανοίγουν, κατεβαίνω, έχει συννεφιά δεν φαίνομαι αλλά θέλω να πάρω ψωμί, πάω στο φούρνο που έχει κάποια μαλακισμένα φώτα μέσα στο χώρο, εκεί το πρόσωπο του προσωπικού δεν με αναγνωρίζει ως σκιά ούτε δέχεται σκιές νομισμάτων όπως μου αναφέρει ενοχλημένα για την ημιπαρουσία μου οπότε αποχωρώ αφού το ψιλοβρίζω συνδυάζοντας κάποια γράμματα από ταμπελάκια με τιμές και περιγραφές φρούι φρουί άντε γλασέ γαμήσου, έξω έχει ακόμα συννεφιά αλλά βγαίνει κι ένας μικρός τώρα τσουτσού ήλιος, τι  διάολο σκέφτομαι αν είναι να είναι καλοκαίρι να είναι τι είναι αυτά ρε μαλάκα τώρα; τέλοσπαντων ας είναι δεν με απασχολεί μη με απασχολεί, αρχίζω να κουράζομαι, κάποια πάρα πολύ λευκά είδη στην απέναντι βιτρίνεα με παρατηρούν όπως αχνοφαίνομαι ακούνε τη σκέψη μου και σχολιάζουν ότι οι σκιές δεν κουράζονται ποτέ οπότε αυτόματα φυτιλιάζω, ετοιμάζω άλμα μερικών μέτρων, το επιχειρώ και με δυο τρεις απλές κινήσεις τύπου άο αργκ τούς σπάω βιτρίνα τζαμαρίες και το μαγαζί ολόκληρο επιβεβαιώνωντας με αυτό τον τρόπο την άποψη τους αλλά τουλάχιστον το ευχαριστιέμαι, αμέσως φεύγω κυρίως γιατί βαριέμαι και μυρίζει κατουρημένο ριχτάρι και μαξιλαροθήκη και οχί γιατι φοβάμαι, άλλωστε πως να υπάρξει φόβος για μπάτσο ή κλήση σε μπάτσο μπατσόλι και τέτοια, εδω δεν με τρομάζει η συννεφιά, λοιπόν περπατάω φτάνω σε φανάρι κάνω ότι περιμένω, κάνω ότι φαίνομαι, κάνω ότι σκέφτομαι, σε σκέφτομαι