αποδοχή 2016

αριστερά στην υγειά μούας, δεξιά στην υγειά μουώ, απέναντι τοίχος, πίσω τοίχος, μέσα τείχος, σε λίγο -ή ντάξει πολύ περισσότερο απο λίγο- ύπνος γύρω από ε ναι τέσσερις τοίχους, το άλλο πρωί ξυπνώ δηλαδή ξυπνάω με ηχάκι ήχο κινητό ξυπνητήρι, διαβάζω με λιγότερο από μισό μάτι κείμενο που τον συνοδεύει: σουπίτσα αανανά αλητάκι μπερ, αναζητώ για λίγα λεπτά το λόγο που γράφω τέτοιες πίπες μιας και αυτό το κείμενο το' χω για ξυπνητήρι όλο το χρόνο που πέρασε, ηρεμώ καταλήγοντας στο γεγονός πως ρε οκ  δεν το κάνω επειδή πάσχω από σύνδρομο αυτόματης ή ημιαυτόματης γραφής αλλά είναι έτσι μια κίνηση, ζουζουνέ κίνηση ρουτίνας, για να μου ανεβαίνει η διάθεση όταν χρειάζεται να ξυπνήσω με αυτό το τρόπο, η αλήθεια είναι πως παλιότερα χρησιμοποιούσα κι άλλους τέτοιους τρόπους, όπως:
α) σοκολάτα υγείας ή κάποιο πολύ γεμιστό μπισκότο, δίπλα στο ξυπνητήρι
β) ένα ξυπνητήρι που χτυπά κανονικά την ώρα που πρέπει να σηκωθώ και ένα ξυπνητήρι που χτυπά δύο ώρες πριν την ώρα εκείνη, ώστε όταν χτυπήσει την πρώτη φορά και ανοίξω τα μάτια με διάθεση κολύμπι μέσα σε κακά γίγαντα, να δω την ώρα και να πω ωω καύλα έχω άλλες δύο ώρες ύπνο και έπειτα να ξαναπέσω ανακουφισμένος
γ) ήχος ξυπνητηριού το όταν θα βγω στη σύνταξη του δημοσιοϋπαλληλικού ρετιρέ

τέλοσπαντων δεν πιάνει τόπο το κείμενο, σηκώνομαι πρώτη μέρα του χρόνου σέρνοντας τα πόδια ντάξει ναι ρε σαν κώλος εντελώς οκ, σκέφτομαι ότι αυτό το ξυπνητήρι μπήκε για να πάω σε ένα τραπέζι, κοιτάζω ξανά την ώρα, ευτυχώς σηκώθηκα στην ώρα μου και θα  πιω καφέ και όχι καφέ με πατάτες στο φούρνο για πρωινό, λοιπόν φέτος είπα να λιγοστέψω τη ζάχαρη οπότε βάζω δύο αντί για πέντε, πίνω πω μαλάκα είναι χάλια αλλά θα το κρατήσω(ντάξει βάζω άλλη μια ρε), κάνω βόλτα στα δωμάτια, χαϊδεύω με το μάγουλο όσα σεμεδάκια έχουν απομείνει στο σπίτι, νιώθω κάπως καλύτερα μετά από αυτή την κίνηση, λέω να ανοίξω παράθυρο να μπει λίγο φως, ανοίγω  παράθυρο μπαίνει υπόλοιπο βροχής κατευθείαν στην μάπα, κλείνω γρήγορα τζάμι, κοιτάζω στο απέναντι παράθυρο πίσω από  το τζάμι κάθεται όρθιος ευχούλης δίπλα σε σπρέι φάτσας άη άου όου βασίλη, με κοιτάζει σηκώνει το χέρι με χαιρετάει, χαμογελάω, χαιρετάω κι εγώ, σκέφτομαι άχου τι χαριτωμένο άχου τι καλό αχ αχ τι καλός καλός, εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα, θολώνει με ανάσα το τζάμι και γράφει κάτι που δεν μπορώ να διαβάσω γιατί είναι ανάποδα, εκείνος μια χαρά το διαβάζει, μάλλον για πάρτη του το έγραψε, ή όχι; μήπως εννοεί κάτι; επιβεβαιώνονται κάπως οι σκέψεις μου γιατί με ξανακοιτάζει κάπως επίμονα, μου κλείνει κάποιο μάτι που έχει στην παλάμη, κάνει πίσω τούφα μαλλί, χαμογελάει, ξαναχαιρετάει και χάνεται στο βάθος, σκέφτομαι ότι πρέπει πρέπει μαλλλάκα πρέεπει οπωσδήποτε να δω τι έγραψε, οπότε παίρνω καθρέπτη καθρεφτάκι, το βάζω να κοιτάει προς τα κει και με κίνηση τιραμόλα λαιμού διαβάζω: καλύτερη χρονιά γαμιόλη και αγάπυρ