ιδιοκτησία

ανοίγω την πόρτα, βλέπω το χαλάκι είναι σωστά βαλμένο, με κοιτά και γράφει καλωσορίσατε, οκ παίρνω μικρό-μικρούλι σκαμπό, το τοποθετώ πάνω του, τέσσερα ποδαράκια σε κάθε άκρη, τέλεια τέλεια, κάθομαι, βολεύομαι, καλώ το ασανσέρ, σε λίγο φτάνει στον όροφο, ανοίγω την θύρα ντάξει την πόρτα ρε, την κρατάω λίγο με το γόνατο, κοιτάζω το πρόσωπό μου στο καθρέπτη-ναι γελάω, από πάνω για καπέλο μια ανακοίνωση που γράφει έκτακτη συνέλευση την κυριακή στις 8.30μμ και από κάτω μια σφουγγαρίστρα για λαιμό σώμα και ένας κουβάς για λεκάνη γλουτοί, δεξί χέρι αόρατο, παλάμη ένα σακουλάκι γαριδάκια πεταμένο στριμωγμένο, αριστερό χέρι αόρατο και παλάμη ένα αποτύπωμα χείλη κραγιόν, τίκι τίκι τίκι ταα ήχος από χτύπημα κλειδιών σε σιδερένια ας πούμε επιφάνεια, ναι ναι στην πόρτα του ανελκυστήρα, εκνευριστικό όσο-αλλά ίσως και περισσότερο από-χτύπημα χεριού με δακτυλίδια σε έδρα δημοτικού σχολείου, κάνω κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς και σκέφτομαι χμ ρεε αυτό έρχεται σσστάνταρ απ΄το ισόγειο, άμεσα το επιβεβαιώνω μιας και ακούγεται φωνή σαν μέσα από πηγάδι να λέει αφήστε ελεύθερο το ασανσέρ παρακαλώ, αδιαφορώ, γυρίζω το κεφάλι δεξιά, χαζεύω το παράθυρο που σφυρίζει  αέρα, α ο ωραιάα ωραία, βήμα βήματα στις σκάλες, φτάνουν στον όροφο, δε βλέπω κανένα, συνεχίζουν, ανεβαίνουν ανεβαίνουν, καταλήγουν στην ταράτσα, κάνω κόλπο καλό σε φάση μεταφέρομαι με παλαμάκι πάνω και γω, ακούω βήματα να στήνουν χορό, εξακολουθώ όμως να μη τα βλέπω, ο ήλιος πέφτει, ο ουρανός κοκκινίζει, τα βήματα συνεχίζουν το χορό, νιώθω κύκλο γύρω μου, αρχικά τρομάζω, μετά μου επιτρέπω μια χαλαρότητα, μουρμουρίζω χα έλα μωρέ σιγά, συνεχίζω να βρίσκομαι στο κέντρο, χμ μου φαίνεται ότι ο κύκλος κάπως γίνεται μικρότερος σα να πάει να με πνίξει, ναι πωω κλείνει ρε ω κλείνει, ξανατρομάζω, κλείνει κι άλλο, πιο γρήγορος ρυθμός τώρα, κλείνει, όου βήματα πάνω στο κεφάλι μου, νιώθω να με πατάνε, ακούω να με πατάνε, με πατάνε, δεν αντέχω πολύ, πέφτω ξάπλα κάτω, συνεχίζουν με πατάνε, μια εξάντληση, έχει νυχτώσει, σήμερα λέει πανσέληνο ε, τα βήματα σταματάνε, ακούω τα ακούω να φεύγουν, σηκώνομαι σιγά σιγά, ένα βήμα έρχεται σιγά σιγά από πίσω, μου σκάει κλωτσιά, πεφτώ πάνω σε απλωμένα ρούχα, σχεδόν καταπίνω ένα τρίγωνο σουτιέν χωρίς ενίσχυση και πέφτω με τα μούτρα πάνω σε τρία μανταλάκια, το βήμα χαμογελάει και με χαρακτηρίζει ως παλιοσκατούλα, γυρνάει χωρίς να φτύσει και αποχωρεί, πάω να ξανασηκωθώ κάπως ζαλίζομαι αλλά οκ τα καταφέρνω, αποχαιρετώ την ταράτσα, κατεβαίνω μερικούς ορόφους, φτάνω στο διαμέρισμα, ανοίγω, μπαίνω, κάθομαι στην κουζίνα, οθόνη έρχεται κοντά, γνέφει έλα όλα καλά και τέτοια, δεν την αποπαίρνω, φωτίζει, μου δείχνει τα νέα της ημέρας, τους ήχους της προηγούμενης ημέρας, τα βήματα της επόμενης μέρας