όλα δεξιά παιδιά

νύχτα δηλαδή βράδυ βράδυ, τελευταίο ή προτελευταίο τρόλεϊ, παράθυρο δεξιά, μάτι δεξιά, ματιά έξω: πεζοί, ευχούληδες, πεζοί, βιτρίνα, φραπέδες με στολή γύρω από σβησμένη βρουμ βρόουμ μηχανάρα μηχανή, τώρα παρατηρώ φωτεινή επιγραφή που λέει ΙΕΚΞΥΝΗ, αναγνωρίζω Ι που μετατοπίζεται δύο θέσεις δεξιά, κολλάει στο Ξ, το κάνει Ε, διαβάζω ΕΚΕΥΝΗ εννοώ ΕΚΕΙΝΗ, σκέφτομαι ποια, αναζητώ ποια, φέρνω στο μυαλό κάποια, τελικά, ναι ναι ήρεμα μάγκα, καταλήγω όου ναιιι είναι εκείνη-το καλοκαίρι εκείνο εκείνη, γουρλώνω μάτια, χείλια και ρουθούνια σχηματίζουν αχ, στη συνέχεια χμ, σφυρίζω ααχμ, εκπνέω, έο ας μετακινηθώ, η θέση πίσω απ΄τον οδηγό αδειάζει από νεαρό γίγαντα και το μπεγλέρι του, τσίκι τσίκι ευκαιρία ευκαιρία, κάνω βήμα, τοποθετούμαι κάπως άτσαλα, ψιλοκουτουλάω στο τζάμι, αυτοκίνητο με φοιτήτριες προσπερνάει και ξεσπάει σε γέλια, ταυτόχρονα και αυτές, συγκεντρώνομαι μπροστά, κοιτάζω  την αντανάκλαση στο μαύρο, θέλω ννα να να ξαναδώ για λίγο εκείνη-το καλοκαίρι εκείνο εκείνη, όμως βλέπω σχεδόν εμένα, το καλοκαίρι ετούτο εμένα, θαμπώνω, σηκώνομαι απότομα, το κουδούνι είναι πατημένο, στάση αναδύεται, οι πόρτες ανοίγουν, πάω να κατέβω, τζον με τσουλούφια ανεβαίνει και με σπρώχνει προς τα μέσα, δεν εκνευρίζομαι απλά ψιθυρίζω ήρεμα ρε συ μην είσαι τζον, μου απαντάει σκάσε ρε σπάσε θα σε σπάσω ρε ψέμα δεν ξέρεις με τι σκατά μπλέκεις και τα ρέστα, λέω καλά, εννοώ θα μου κάνεις αξέχαστα τα τρία δύο, κατεβαίνω, φυσάει, ανεβαίνω το δρόμο που αναγνωρίζω ως θάλασσα, περπατάω λίγο κατά μήκος της παραλίας, ζουζούνι μέσα σε κουτάκι μπύρας σκάει με το κύμα, με χαιρετάει, φωνάζει έεελα ρε πουσαισυ ρέι ππέρνα ρε καμιά μέρα να αράξουμε, γνέφω οκ, στρίβω αριστερά στο φανάρι φοίνικα, ναυαγοσώστης σερίφης με κοζάρει καλά καλά, αδιαφορώ τέλεια τέλεια, συνεχίζω, χάνομαι στα στενά, προχωράω προχωράω, φθάνω δίπλα σε καφέ κάδο ανακύκλωσης και συναντάω εσένα-το καλοκαίρι εσένα εσένα