προϊών

ουρά με σχήμα, έχει αρχή - που είναι ο δεύτερος όροφος, έχει τέλος - που είναι η σκιά μου,
η ώρα κυλάει διαβάζοντας σβέρκο,
η ώρα κυλάει ακούγοντας δημήτρη σου' χω αφήσει τα ρούχα στο παιδικό δωμάτιο, δημήτρη έχω φαγητό στο ψυγείο, ρε δημήτρη τι παθαίνεις; δημήτρη; κάνει διακοπές, έλα έλα ναι κάνει διακοπές άκου μίλησα πριν με την πεθερούλα μου, να σου πω έχω και πετσέτα καθαρή μπροστά, ναιιι βρε αγάπη μου, α σου έβαλα και τις κάλτσες εκεί δίπλα, έλα ρε δημήτρηηη θα τις βρεις, δημήτρη; δημήτρη; έλα δημήτρη; ε κυρία μου έχει ουρά εδώ, δημήτρη  τι έπαθες τώρα; το πουκάμισο; θα το δεις ρε δημήτρη εκεί μπροστά είναι ναι, δημήτρη; έλα κλείνω αν θες πάρε μετά, λέω αααν ρε παιδί μου αν δεν κάνεις τίποτα λέω, ναι  ναι πάρε ναι θα μπορώ να μιλήσω θα είναι χαλαρά σήμερα έλα φιλιά ναι; γεια σου τώρα ναι ναι τα λέμε αργότερα, έλα δημήτρη ναι ναι γεια γεια φιλιά,
η ώρα κυλάει μυρίζοντας παρασκεύασμα με ωραία-ευχάριστη-ναι ναι οκ καλή μυρωδιά σε μεγάλη όμως ποσότητα που φέρνει πονοκέφαλο έντονο τάκα τάκα μέσα σε 2s,
η ώρα κυλάει ανακατεύοντας φραπεδάκι αγορασμένο από αυτόν που νομίζει ότι φτιάχνει τον καλύτερο καφέ στα πατήσια αλλά κάνει το χειρότερο της ευρώπης,
η ώρα κυλάει γελώντας με τη σκέψη  βιβλίου που βρήκε ο ορέστης πρόσφατα και έχει τίτλο τι να λέτε όταν μιλάτε στον εαυτό σας,
η ώρα κυλάει δηλαδή περνάει, η ουρά διαλύεται, το πρωινό καίγεται, το μεσημέρι αναδύεται μέσα απ΄τις στάχτες του, μαζί και συ μπροστά από χάρτη της χώρας σου-της χώρας μου, πίσω από συνθετικό πλαστικό τζάμι της ευρώπης μας, δίπλα σε ζωγραφιές εννιάχρονης κόρης συναδέλφου, στέκομαι, σκύβω, κάνω χαζή ερώτηση μέσα σε κύκλο, χαμογελάς μέσα από κύκλο, χαμογελάμε μέσα στον κύκλο, συναντιόμαστε τυχαία μετά από μέρες εκτός