σσημείο

μασάω τσίχλα δηλαδή λέξη που δε διακρίνεται, κάνω φούσκα, εμφανίζεται, λέει σύγχυση, ξαφνικά σκάει, μαζεύω με τη γλώσσα τα κομμάτια της, ξαναμασάω, σχηματίζεται