Ένα φιλί που έκαιγε/παρτ ένα/ το χειροκρότημα

Ο αντίχειρας της αγκάλιαζε, με νόημα ή χωρίς, την δεύτερη γραμμούλα μιας απ'τις πέντε προεκτάσεις της παλάμης του.Κάποιος είπε οτι ήταν έξι,αλλά βούτηξε στα χαμηλά με το κεφάλι άδεια κολοκύθα.
Ύστερα έκανε κίνηση να φύγει.Τούτη την φορά ήταν ολόκληρο το σώμα και όχι ένα απλό κομμάτι κομματάκι.Μέσα σε φωνές,δάφνες και κοκορικοσπασμούς ολοκλήρωσε προσπάθεια ταύτη,παίρνοντας δυνητικά ,τα πάει δεν πάει που πάει ,αντιδραστικά σχόλια στο εν λόγω καλάθι-πασχάλη-κουτάλι-μασχάλη-παλάμη πάλι.Η πάλη ξεκίνησε όταν το υποκείμενο στράφηκε εναντίον του αντικειμένου του βρίσκοντα (σμουατςς)σε θαλπωρή οργάνου.Την επόμενη σκηνή,όλα ξεκίνησαν να ρέουν ομαλά-ομαλίς σις.
Τα υγρά μου έδειξαν την αλήθεια είπε ο ρον και η αμαλιά βιάστηκε να επιτεθεί.
Είσαι μαλάκας μαλάκας μαλάκας και κυνηγάς λάθος ανθρώπους.Εγώ σ'αγαπ.Ω!Ω-ου!Κόπηκε η φράση της πριν την τέλεια τελεία, παρατηρησε ο ρυθμιστής της πλάσης.
Ποιος σε χαράκωσε μωρό μου,ποιον τεμπέλη,μα φονιά βλέπεις στον γλυκό σου ύπνο.
Εκείνη είχε φτάσει ήδη στην τουαλέτα και άκουγε τα λόγια του παρέα με καζανάκια και αφρόλουτρα.Μακρινή και λούτρινη.Μακρινή.
Ο ρον άρχιζε να τσαντίζεται πράγμα που δημιουργούσε εαυτόν μια καθωσπέπει μακρηγορία
και ένα συντακτικό λάθος το οποίο δεν εντοπίζεται εδώ, αλλά σε προηγούμενο post μάμα μου.
Το καζανάκι ακούστει και η αμάλία βγήκε στην παραλία του κουτρούμπεη.Τι όμορφα,μόνο το '94 έτσι, γιατί είχαμε 1.49 ύψος και έρωτα 3 μέτραααα, έβηξε για άλλη μια φορά ο ρυθμιστής.Ο ρον κατέβαινε το δρομάκι χέρι-χέρι με σκέψη δίχως πλευρά ενώ κείνη άνοιξε τον σουγιά του αντίζηλου σε άλλονε -ναι-αέρα και χάραξε το ξύλο δυστυχώς όχι αέναα.Η αλμύρα γαμεί στον τόπο μας.
Το ραδιόφωνο κατέβηκε με γουίν δε τσέιν,τα υπόλοιπα ποδήλατα-παιδιά κατέφθασαν και μόνο μια τρίχα έμεινε στα χέρια του ρον,ένα σημάδι πίσω στο ξύλο και ένα αντίο έξω απ'το αυτοκίνητο με τους γονείς και μια αδελφή ξένη προς εκείνον.
Το τηλέφωνο χτύπησε την επομένη, αλλά ήταν μια απ'τις ελάχιστες φορές.Την ξαναείδε βέβαια,χρόνια τρία μετά,ακόμα πιο έφηβη,με τηλεκάρτα ίσως αγόρι και ντίζελ μποτάκια.Εκείνος οδηγούσε ποδήλατο ακόμα και φορούσε μπιγκ σταρ (τα ολ δεν τα πουλουσαν στο χωριό)ή περπατούσε πατουσάτος(πωπω!) και άκουγε την μάμα του να βελάζει το ιστορικό:φόρεσε τις σαγιονάρες σου/καλοκαίρι,δεν έχεις παντόφλες;/χειμώνας,πάλι ξυπόλυτος περπατάς/και τις 4 εποχές.
Τα χρόνια πέρασαν σαν τα βότσαλα μανάρι μου και στα 18-19 του έγραψε στο μίνι ουά νόουτμπουκ του με κωδικό σπατάλη τα εξής προφητικά:Ακόμα σε σκέφτομαι αμαλία .Κάθε χρόνο παίρνω τηλέφωνο σπίτι σου, στα γενέθλια 3 φεβρουαρίου στις 9 παρά ή και,και κλείνω αφού χτυπήσει δυο φορές.Και νιώθω οτι καταλαβαίνεις.Και θα το έκανα μέχρι τα 27 μου αν δεν σε συναντούσα ή αν το ξεχνούσα.
Η Αμαλία σήμερα είναι παντεμένη με τον Μιχάλη,ζει στο Μέτσοβο,παίζει βόλευ,βγάζει φωτογραφίες και μεγαλώνει μια μικρή με το όνομα Αλκμήνη.
Ο ρον έμεινε ρον.