ΖΩΗ-ΖΩΗ-ΖΩΗ

7.30 π.μ.

<Καλημέρα, κυρ-Παναγιώτη..> (η μέρα είχε ήδη αρχίσει να με πλακώνει ο κηπουρός σε πρώτο πλάνο)
<Καλημέρα.. τι γίνεται Νικόλα;>
<Τι να γίνει…πρωί-πρωί, εγώ και εσύ μέσα στου σπιτιού μου την αυλή!> (πρωινά αστειάκια…ερώτηση για χαμόγελο)
< χαχα…κάθε φορά που σε βλέπω το πρωί, όλο και κάτι ανάλογο μου αραδιάζεις.. χαχα…που την βρίσκεις την όρεξη; >
<Είμαι πρωινός τύπος…>(κουβέντα θα πιάσουμε τώρα…)
<Μπα κάτι άλλο συμβαίνει…τα ξέρω αυτά…καλό σεξ με την κυρά ε;…Τι κάνει η Μαρία αλήθεια;>
<εεε.. μια χαρά….>
<Αααα ρε νέοι…ΝΕΟΙ…γαμώ την Εύα μου μέσα…εσείς τώρα γαμάτε καλά και κονομάτε το ίδιο καλά.. παλιά εμείς…αχχχ…αχ.. αχ… άσε…όλο σε πουτάνες και με βερεσέ…όλες οι καριόλες παρθένες…μπροστά το χαρτί του γάμου, από κάτω οι υπογραφές και ο πεθερός με το δίκαννο δίπλα…αχχχ.. ακόμα και την πρώτη μέρα του γάμου δύσκολες…άστα…ΒΡΑΣΤΑ….λίγες…λίγες…, λίγες ήταν οι ντόμπρες…και μην ακούς τον γέρο και τους μπαρμπάδες σου…όλοι λένε πως γαμάγανε στην εποχή τους αλλά… ΠΑΠΑΡΙΑ …ζήτημα είναι να ψώλιασαν κανά δυο πριν πάρουνε την μάνα και τις θειες σου…έτσι την πάτησα κι εγώ…και ούτε καμπούρης, ούτε μονάρχιδος ήμουν…μια χαρά παλικάρι υπήρξα…με τις καμπάνες μου, τις φαβορίτες μου, τον ΑΣΣΟ φίλτρο μου όλα…αχ…μια χαρά…αλλά αυτά με φάγανε …άστα!! Είναι να μη μπλέξεις , Νικόλα…και φτώχεια τότε ε…αχχχ…άσε μη συζήτας…πολύ φτώχεια…ξέρεις πότε δοκίμασα πρώτη φορά μουσακά…μουσακά…ρεεεε…μουσάκα…όταν πήγα φαντάρος στη Θήβα…αχχχ αχ…άστα αγόρι μου…>
(ντελίριο!!)
<εεεεε…γκκκ…χμμμ…..ναι…..σίγουρα…δύσκολα…ε..τότε…>(τι να πω;…το γατόστομα του, μου ΄χε φάει τη γλώσσα…κανένα περιθώριο στ΄ αλήθεια>
<Άντε αγόρι μου πήγαινε, μη σε καθυστερώ απ΄ τη δουλεία σου…άντε…>
<…γεια σου κυρ-Παναγιώτη…τα λέμε>

Περπατώντας τον διάδρομο για να φύγω, συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει το κινητό μου σπίτι…Ξαναγύρισα. Ο κυρ-Παναγιώτης προσπαθούσε ,καθισμένος στα γόνατα και με γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος μου, να ισιώσει το λάστιχο που ποτίζει και έτσι επέστρεψα χωρίς άλλη κουβέντα πίσω. Αποφάσισα να πάω στη δουλειά με το αυτοκίνητο…μπήκα μέσα, έβαλα μπροστά, κόρναρα σηκώνοντας ταυτόχρονα το άλλο χέρι στον κυρ-Παναγιώτη λες και δεν είχαμε ξανασυναντηθεί πριν, και πήρα το δρόμο μου χωρίς να κοιτάξω αν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μου…Τελικά άκουσα την φωνή του…
<Στο καλό Νικόλα…>


9.30 μ.μ.

Επιστροφή απ΄ τη δουλειά…κλειδώνω το αμάξι, περπατάω χωρίς να νιώθω τα πόδια μου απ΄ την κούραση. Μπαίνω στο διάδρομο της αυλής…η Μαρία μόλις έβγαινε βιαστικά απ΄ την πόρτα. Φιλί πεταχτό στο μάγουλο, πνιγμένο χαμόγελο, τσάντα, λευκό μπλουζάκι, ροζ γλώσσα, στόμα που ανοιγοκλείνει, μήνυμα….:<Ευτυχώς που ήρθες.., σε έπαιρνα στο κινητό αλλά δεν το σήκωνες .Τρέχω να προλάβω…ο μπέμπης κοιμάται-έχω αφήσει φαγητό στη κουζίνα-κλείσε το πλυντήριο πριν πέσεις για ύπνο-πάρε την μάνα σου το πρωί-αν δεν έχω προλάβει να γυρίσω απ΄ τη δουλειά πες της να έρθει πιο νωρίς για να προσέχει τον μπέμπη μέχρι να φτάσω…ουφφφ…πνίγομαι. Με περιμένει η Λίνα με το αυτοκίνητο πιο κάτω να πάμε στη δουλειά…τα λέμε αύριο…γεια τώρα…γεια… και όπως είπαμε ε;…>
Ανεβοκατέβασα το κεφάλι και κατευθύνθηκα προς το σπίτι. Μπήκα κατευθείαν στη κουζίνα, όλη μέρα με ένα σάντουϊτς την έβγαλα…Άνοιξα το φούρνο…ο μουσακάς με περίμενε.