χάραξη στο ό,τι τέμνει #

κρατάω τη μύτη κλειστή κι έξω απ'τη θάλασσα βγαίνω με τα δύο δάχτυλα ναι αντίχειρα δείκτη είπαμε ναι στη μύτη τα υπόλοια τρία μέσα στο στόμα, τα δαγκώνω τα ματώνω καταπίνω (ε, μα), το άλλο χέρι στο κεφάλι με ρυθμό αθόρυβο το ανεβάζει το κατεβάζει το ανεβάζει το κατεβάζει, κάποιος με κοιτάει, έρχεται κοντά μου με ρωτάει με ξεκολλάει, στο φανάρι που κατεβαίνει η ευγενίου καραβία και συναντάει την αχαρνών με κρεμάει, με χρωματίζει ναι με κρεμάει με κοκκινίζει, με κρεμάει με κολλάει με φωτίζει και αιώνιο σταμάτη με ορίζει


(όι)