πόλη στο χωριό

αναδύομαι ντάξει ντάξει αράζω ρε οκ κάθομαι στο δωμάτιο, ανοιχτό τζάμι, μισόκλειστα παντζούρια, μεσημέρι, ανεμιστήρας γυρίζει, λίγο με δροσίζει, λίγο με ζαλίζει, πολύ κοντά δηλαδή δίπλα στην καρέκλα πάνω σε τραπεζάκι, είναι ακουμπισμένο πλάγια τσ τττσαφ μαγικά άο ωω ααα τώρα όρθια όρθιο μπουκαλάκι νερό, νερό γεμισμένο από τη βρύση, απλώνω το χέρι να το πιάσω, δεν το φτάνω, ουφ κάθομαι το παρατηρώ, σε λίγο γίνεται σπράιτ ναι ρε δείχνει σα γκαζόζα, σηκώνομαι απότομα και αποφασιστικά, με άλλα λόγια πετάγομαι πετάγομαι απ΄τη θέση μου, κάνω βήμα γλιστράω σε μαξιλάρι αρκουδάκι και ντουπ παπ ξαπλώνομαι στο πάτωμα, χαχάνισμα απ'έξω σκέφτομαι ότι μάλλον είναι ο 7χρονος γιος του γείτονα που είναι ο μόνος παρέα με μένα στη γειτονιά που δεν κοιμάται τέτοιες ώρες, χμ ναι ρε αυτός θα'ναι, του φωνάζω ρεεε; ακούω έλα ρέει τι έγινε ξάπλωσες; αποκτώ ξανά ντόπια λαλιά και του φωνάζω με τσιμπουκάρεις ρε σκατό; (δηλαδή μου κάνεις πλάκα ρε σκατό;) γελάει πιο δυνατά, τον ρωτάω τι κάνει εδώ, απαντάει ότι μόλις πετάχτηκε από δίπλα για αποτύπωση, γίνομαι 90 ακριβώς μοίρες γυρίζω το κεφάλι προσπαθώ να τον δω αλλά είναι πιο κοντός απ'το παράθυρο, αγριεύω λέω τιιιιι;τιιι είπες;; ανοίγει λίγο τα παραθυρόφυλλα βλέπω τα χέρια του, τα δάκτυλα του, τώρα το μέτωπο του, σε μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια του, το πηγούνι του, σκαρφαλώνει κάθεται στο περβάζι, ψιθυρίζει λοιπόν άκου ρε κοίτα, ήρθα να μετρήσω είμαι αρχιτέκτονας δηλαδή δεν είμαι ακριβώς αλλά θα γίνω δηλαδή ντάξει ναι είμαι, γίνομαι 180 μοίρες όρθιος τεντώνομαι και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει τον πιέζω με το δάκτυλο, τον ρίχνω κάτω έξω, παώ από πάνω, βλέπω πως έχει πέσει πάνω σε κουλούρα σωσίβιο μπρατσάκι καμηλοπάρδαλη, κατεβάζω την πανέξυπνή μου σίτα, ακούω: ωω μωρέ μαλάκα τι ζόρι τραβάς να πούμε, απαντάω τίποτα τίποτα ρε απλά σ'αυτό το σπίτι δε μπαίνουν αρχιτέκτονες, επισημαίνει ότι αυτά είναι πολύ μαλακίες μάγκα, πως έχω απωθημένα, χρειάζομαι μπάτσες πως είμαι για τον πούτσο και ότι πρέπει να τον αφήσω να κάνει τη δουλειά του, σκέφτομαι ας είναι, του σφυρίζω οκ κάνε ότι θες, αντιδράει κάπως παράξενα, λοιπόν ναι κάνει ένα δυνατό ψιτ για να τον κοιτάξω, ετοιμάζει άλμα έξω απ΄την αυλή, το επιχειρεί ενώ μου δείχνει με το ένα χέρι ένα κωλοδάκτυλο και με το άλλο μια μπάλα ποδοσφαίρου την οποία πετάει στο απέναντι σπίτι, εκείνο αλλάζει χρώμα και στη σκεπή του εμφανίζεται μια γάτα και ένας κοκορίκος που προσπαθούν να ξετυλίξουν ένα πανό, τα καταφέρνουν και διαβάζω: RE ADE GAMISOU POY 8A PARW KAI TIN ADEIA SOY PAPARA, E PAPARA paliopapari, τέλοσπαντων, κλείνω τις κουρτίνες, επιστρέφω στην καρέκλα, η οθόνη σβηστή, δείκτης απαλός απαλός πάνω στο κουμπάκι, άχου μμ μωρέ ναι ναι τώρα είναι φωτεινή, μου'χεις στείλει μήνυμα να πάμε για μπάνιο, δε θα πάμε γιατί μου το έστειλες το πρωί και τώρα είναι απόγευμα, ναι ντάξει βαριόμουν το'χα διάβασει εκείνη την ώρα χωρίς να το ανοίξω, γράφω γεια τι έγινε σόρυ είχα δουλειά τώρα μπήκα, αλλάζω καρτέλα, πληκτρολογώ τη λέξη ντοκιμαντέρ, αναζητώ ντοκιμαντέρ, ας δω ένα ντοκιμαντέρ σήμερα, βρίσκω ναι βρίσκω το ντοκιμαντέρ που θα δω, πατάω pause, χτυπάω παλαμάκι, καφές ετοιμάζεται μπροστά μου, ντάξει κοντά αρκετά κοντά, πάνω στο κρεβάτι οκ οκ όχι, στο κομοδίνο ετοιμάζεται, φορτιστής παρέα με παναγίτσα αναλαμβάνουν να μου το σερβίρουν, τελικά στέλνουν το πορτατίφ, μου το αφήνει δίπλα, κουνάω το κεφάλι, τα χείλη δεν ανοίγουν, όμως εννοω ευχαριστώ πολύ φίλε, εκείνο φεύγει ικανοποιημένο χοροπηδώντας και αναβοσβήνοντας, φέρνω το καλαμάκι στο στόμα, τώρα τα χείλη ανοίγουν, ωραίος ωραίος μέτριος αλλά καλός, πατάω play, βυθίζομαι