σύνολο παραμονών

νυχτώνει, βήμα βαρύ βαρύ αλλά γρήγορο, τώρα πιο γρήγορο-το πιο γρήγορο, αστέρια με ακολουθούν, τα οδηγώ στο σπίτι, ανοίγω την πόρτα με τα μάτια, τζάκι ανάβει, καλοριφέρ ανάβει, σόμπα ανάβει, θερμάστρα ανάβει, πάνελ ανάβει, πομπός ανάβει, δέντρο δίχως φάτνη αναδύεται, ρωτώ τα μελομακάρονα μήπως γνωρίζουν που βρίσκεται, μου λένε πως υπάρχει η δυνατότητα να την ορίσεις ως ολόκληρο σαλόνι, μαζί και την κουζίνα στην περίπτωση, βέβαια, που εκείνη χωρίζεται απλά με πάσο και έχει στολίδια πάνω , λέω αχά, εννοώ οκ, την ορίζω, τους εύχομαι να διατηρούνται όλο το χρόνο στο τραπέζι, χαμογελούν, χαμογελάω, λαμπάκια και άχυρα εμφανίζονται, φωτίζομαι, ξαπλώνω άνετος-ζεστός, τηλεκοντρόλ πέφτει στην παλάμη μου, το χρησιμοποιώ,  πλάσμα οθόνης με μεταφέρει στη γιο γιορτινή αθήνα, περπατάμε στους δρόμους της, καθρεπτιζόμαστε στα μαγαζιά της, φωτογραφιζόμαστε στα πάρτυ της, χορεύουμε στην ομίχλη της, λερώνουμε τη στολή της, νανουρίζομαστε πλάι στα ματ κοκομάτ της, κοιμόμαστε στο τμήμα της, ξυπνάμε στο σύνταγμά της, λέω καλά καλά ας πηγαίνω, ναυλώνω το καραβάκι της, αναχωρώ, πέφτει το ρεύμα, προσγειώνομαι στην κούνια μου, φακός μου λέει ότι κάτι βραχυκύκλωσε, σηκώνομαι, ντύνομαι καλά πολύ καλά, βγαίνω έξω, επαναφέρω την ασφάλεια του ρολογιού σε λειτουργία δηλαδή στο on, ξημερώνει, περιστέρι  πετάει εχθρικά από πάνω μου, με κυκλώνει, κάθεται στο κεφάλι μου, υψώνω κωλοδάκτυλο στα κρεμασμένα cd, το διώχνω με απότομη κίνηση, κάτι λέει δεν ακούω (είσαι μεγαάλο αρχίδι χμ ναι κάτι τέτοιο), μπαίνω μέσα, κλειδώνω, ξεκλειδώνω, κλειδώνω, ξεκλειδώνω, κάνω τρεις κύκλους, χοροπηδάω πέντε φορές, ανεβοκατεβάζω το σαγόνι δέκα, κουνάω το κεφάλι αριστερά δεξιά δυο, ανοιγοκλείνω τα ρουθούνια, μιας και αν δεν τα κάνω όλα αυτά θα πεθάνω μέχρι το μεσημέρι, μεσημέρι φθάνει, απόγευμα φθάνει, ξανανυχτώνει