ανήρεμα

παραμονή παραμονή πρωτοχρονιά παραμονή, τσάντα πρωί τσάντες ζαχαροπλαστείου, παιδάκι ξέρει τα κάλαντα, δεν μου τα λέει, αστειάκι στο περίπτερο, βήμα αργό-σταθερό, όλη η ομάδα σβέλτα μου κορνάρει, με κοιτάζει, μου λέει έλα εδώ έι φίλε ελ δω συ-απ' πα εισ' συ, της λέω ε εδώ μένω,
με ρωτάει αν έχω κάτι παράνομο πάνω μου, της δείχνω την ταυτότητα, μου λέει να μην πουλάω πνεύμα, φθάνει μεσημέρι, χαμογελάω, βγάζω απ΄τη τσέπη σοκολάτα, μου λέει θα σε πάω μέσα, απαντάω πως δεν μπορώ χμ δε γίνεται πρέπει να περάσω απ΄την κάβα να ψωνίσω, να δανειστώ και φλουρί για τη βασιλόπιτα, πάει να με πιάσει απ΄το μπράτσο, με πιάνει, εκείνο διαλύεται, παίρνει σειρά το υπόλοιπο σώμα, διαλύομαι γίνομαι κομμάτια, μου λέει σήκω πάνω, ενώνομαι, φθάνει απόγευμα σηκώνομαι, ο κόσμος γύρω χειροκροτάει και προσπερνάει, αέρας φυσάει με ξαναδιαλύει, με σκορπάει, μπαίνω στο μάτι της, στο στόμα της, στο ρουθούνι της, στο αυτί της, ένα μέρος μου την κοπανάει, ταμπέλες φωτίζουν-σχηματίζουν λαμπάκι ευχή, ω είμαι ο περισσότερος μέσα της, η ώρα περνάει,
με παρακαλάει να βγω, λέω ας κάτσω, της λέω θα κάτσω, την μετακινώ σε κοντινό παρκάκι, ζουζούνι εμφανίζεται αντί για δήμαρχο, ανεβαίνει σε παγκάκι, μετράει αντίστροφα, λοιπόν τώρα -ναι ναι- είναι νέα χρονιά, χειροκροτάω, ταράζεται, πιάνει ρυθμό με γλουπ γλουπ γλοπ στο σβέρκο της, στραβώνει, λέω πάμε να σε κεράσω στο διαμέρισμα, φθάνουμε στην πιλοτή, ξεσπάει, δεν θέλει να ανέβουμε, ανεβαίνουμε, είναι όλα έτοιμα και μας περιμένουν στο τραπέζι της κουζίνας, κόβουμε για το χριστό, για το σπίτι, για τη θέρμανση, αυτοί δε θα φάνε, ας δοκιμάσουμε εμείς, δαγκώνει κομμάτι, σπάει δόντι, καταπίνει, ξεπλένει με σόδα σε κούπα υπερήρωα, βρίσκει εντός της φλουρί το οποίο μεταμορφώνεται σε σημαία, την προκαλώ να βγει στο μπαλκόνι να την ανεμίσει, τραβάει προς τα κει, οι γείτονες απέναντι γελάνε με το θέαμα, ξεγλιστράω, επανασχηματίζομαι, την κλείνω έξω, σατανίζεται, κρυώνει αλλά ιδρώνει, ιδρώνει τόσο τόσο τόοσο πολύ, γίνεται χείμαρρος, σπάει με ορμή την μπαλκονόπορτα, μπαίνει, μου σφυρίζει τώρα τελείωσες ρε, δείχνω καθρεφτάκι, βλέπει την φάτσα της, τα έπιπλα κάνουν ίου, σοκάρεται, βρίσκω ευκαιρία, πιάνω κατσαρολάκι, επιτίθεται, πέφτει  μέχρι την τελευταία σταγόνα μέσα, βάζω καπάκι, παίρνω φωτιά, βράζει, αφαιρώ καπάκι, εξατμίζεται, σβήνω, ξαπλώνω, άι όου βασίλης μπαίνει απ΄τον απορροφητήρα, αερίζει τον χώρο, αποσυντονίζει το ξυπνητήρι μου, κάθεται δίπλα μέχρι να ξυπνήσω, ξυπνάω, κάθομαι στα γόνατά του, βγάζουμε φωτογραφία, ετοιμάζω πρωινό, βάζει μουσική, μου λέει ντύσου καλά έχει κρύο έξω, ντύνομαι, τον χαιρετάω και βγαίνω για να σε συναντήσω