προή

ανεβαίνω το δρόμο, όλα συμβαίνουν στο δωμάτιο, το βήμα ζωηρό, το λεωφορείο περνάει από μπροστά, μετατροπή σε βήμα νωθρό, σχηματίζω ουφ, το καταπίνω, στρίβω δεξιά, κατευθύνομαι στη στάση, την προσπερνώ δηλαδή την προσπερνάω, φθάνω στο περίπτερο-χαιρετάω, ζητώ εισιτήριο, το παίρνω με αστειάκι,  αφήνω τα ρέστα για τσίχλα, όσο τη μασάω να σε σκέφτομαι, δύο κινήσεις προς τα πίσω και ισορροπώ στην προεξοχή, ταξί μού αναβοσβήνουν τα φώτα, τρόλεϊ καταφθάνει, τρεις χιλιάδες χέρια  κάνουν σήμα να σταματήσει, άλλα τόσα σώματα επιβιβάζονται, κυλάω ως το ακορντεόν, ηρεμία ηρεμία, θέλω ασφυξία ασφυξία, ετοιμάζω άλμα μερικών μέτρων ως το τιμόνι,το  επιχειρώ, τα καταφέρνω, παρατηρώ στραβό καθρέπτη, το αναφέρω στον οδηγό, μου λέει έτσι είναι, του σημειώνω ότι είμ' από χωριό-είμαι από επαρχία, χαμογελάει, γελάω, οι πόρτες ανοίγουν, αέρας εισέρχεται, το εσωτερικό ψιλοαδειάζει, λέω να κάτσω, κάθομαι, κοιτάζω έξω απ΄το τζάμι αριστερά, πίσω από άλλο τζάμι -παράλληλο- οδηγάς και χορεύεις τα δάκτυλα στο γόνατο, το φανάρι πορτοκαλί, με μιας κόκκινο, μας ακινητοποιεί ταυτόχρονα, ο χορός συνεχίζεται, τώρα γίνεται με όλη την παλάμη στο μηρό, προσπαθώ να σε αντιγράψω δεν τα καταφέρνω, γυρίζω το κεφάλι εκενευρισμένος, αναζήτηση ρυθμού, η διάθεση άτακτη μέσα σε σέικερ πππάνω-κάατω πάττωμα-ταβάνιιιιιχ, αίσθηση ανάσας η οποία πλησιάζει, τώρα πιέζει το κουδούνι πίσω απ΄το αυτί μου , συντονίζομαι στην ευκαιρία του  ντριν ντριμ ντριν ντριν που εκδηλώνεται ξαφνικά στα -υποθέτω- χέρια της, το κλειδώνω στο μυαλό, η κλήση δεν θα απορρίφθει, τεντώνομαι, σκέφτομαι ότι φθάνω όπου να'ναι, ετοιμάζω το εισιτήριο για να φτύσω την τσίχλα κατά την έξοδο, σηκώνομαι και χαμογελάω στην ανάσα που ψιθυρίζει: εέλα μάμα εντάξει ξύπνησα, νταξει; μμ καλά καλά, γεια καλημέρα ναι