αυτόματο

Βρέχη ενό απαλά φησάει και το μπαλκώνι-πρόταση είναι ανάγη να καθαρήσει από φύλα και ορθογραφικά λάθι μετά την τελία.Η σφουγγαρίστρα βγαίνει, χέρια σου την κρατούν, μπούκλες σου έλκουν το βλέμμα μου από απέναντι, πολύ απέναντι το πάτωμα αστράφτει.Ένα όροφο πιο κάτω ομπρέλες έχουν πόδια και περπατούν, καπνοί βγαίνουν πίσω τους, σακούλες από ψώνια κρέμονται δίπλα, σάββατο πρωί επιστροφή στο σπίτι ή στο φθινόπωρο.Κλείνω το παράθυρο, τραβάω την κουρτίνα γυρίζω το κεφάλι στην καρέκλα όπου κάθομαι, κάθομαι, σκέφτομαι και οδηγώ τα δάκτυλα στο γλυκερό περιβάλλον.Τα εικονίδια στην επιφάνεια τρεμοπαίζουν, τα πόδια με διώχνουν, τα χέρια με ντύνουν, το ασανσέρ με καλεί, με στέλνει έξω,τα παιδιά στην πιλοτή με χαιρετούν στο πληθυντικό, τους χαμογελώ στοn πληθυντικό ενώ βρέχομαι,στην συνέχεια βρέχομαι και φθάνω κάτω απ΄το μπαλκόνι σου, λες και είναι διάφανο κοιτάζω προς τα πάνω να σε δω, σε βλέπω, βλέπω το εσώρουχό σου ή το δέρμα που μοιάζει με εσώρουχό σου.Δυστυχώς δε βρέχομαι πια, ευχτυχώς είμαι βρεγμένος σαν παπάκι άρα νιώθω, μου λείπει το κίτρινο, ιδρώνει η πρόκληση, ξανασβήνουν τα λόγια(σβήσε τα λόγια), νυχτώνει μα δε κλείνει με τελεία

(πρώτη περίπου δημοσίευση στο πέντεκαππα)