αποκόσμιο

με βλέπω στο ποτήρι μου, φωνάζεις απ' έξω έλα έλα να δεις, έρχομαι δηλαδή πάω και χτυπάει το τηλέφωνο δίπλα μας ναι το σταθερό ναι το σηκώνω ύστερα από χαλαρό νεύμα σου και η φωνή νεράκι παρουσιάζει τα γεγονότα : πλένω τα πιάτα έρχεσαι από πίσω και μένεις, μένουμε εκεί για ώρα, η πόρτα που ενώνει τη κουζίνα με το αίθριο είναι κλειστή δεν την ακούμε να ανοίγει όμως ανοίγει και ακούμε τη κουρτίνα μπαμπού μπαμπά που μεσολαβεί αλλά γιατί μαλάκα μεσολαβεί οπότε δεν δίνουμε σημασία μέχρι που ακούγεται δίσκος να πέφτει στο πάτωμα, μαζί του κούπες καφέ με κατακάθια, μισοφαγωμένα κουλουράκια, ποτήρια με λίγο ή πολύ νερό το κάθε ένα, μαζί και τάβλι το οποίο ανοίγει στα δύο παπαραδοσιακά τα πούλια χύνονται στο πάτωμα τα ζάρια φέρνουν ασσόδυο, η φωνή έντρομη λέει έντρομα συγνώμη  φεύγει και τα σπασμένα μαζεύονται μόνα τους ή με τηλεκπαίδευση, μεταφερόμαστε στο  τμήμα αναμονή αναγνώρισης μέσα-παραμονή ζωής ζωύφιου έξω, ακούω ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες με ταχύτητα, ένστολος σε τοποθετεί με τα λόγια στην όρθια ένθεα θέση σου και σου λέει να αδειάσεις τις τσέπες, βγάζεις λοιπόν κάποια κέρματα ένα λαστιχάκι χαρτάκια τσίχλας τρίμματα καπνού καπνό όλα με την πρώτη χεριά, με τη δεύτερη στην άλλη τσέπη κλειδιά χαρτονόμισμα τρεις αναπτήρες και ενώ ετοιμάζεις την τρίτη και ισως τελευταία χεριά γυρίζεις το κεφάλι τον κοιτάς βάζεις το χέρι βαθιά στην τσέπη , λες και τώρααααααααααααα  και τώραααααααααα, ένστολος φωτίζει αυτοφωτίζει αναβοσβήνει γίνεται ένστολοι φωτάκια λαμπιόνια, τραντάζονται τσιτώνουν εκνευρίζονται αλλά κυρίως ανησυχούν εσύ συνεχίζεις να δείχνεις ότι πιάνεις κάτι μέσα και θα το εμφανίσεις από στιγμή σε στιγμή, εκείνοι έρχονται όλο και πιο κόντα  οπότε λες ένα τελευταίο και τώρααααααααααααααα και μπουμ βγάζεις απότομα δυο ζάρια που τα ρίχνεις ταυτόχρονα με δύναμη προς τα κάτω, χτυπάνε στον τοίχο επιστρέφουν κυλάνε σταματούν δεν βλέπει κανείς ακόμα τι έχεις φέρει αλλά χοροπηδάς και φωνάζεις -τέρμα δυνατά- ε ξ ά ρ ε ς