συγχ/ισμός

ξυπνάω από ένα θόρυβο και είναι ότι κοιμάσαι με ανοιχτά τα μάτια, αμέσως άγγιξα τη παλάμη, φώτισε η εφαρμογή σε νύχι παρελθόν και κύλησα απαλά με πλήρη κάλυψη στο στιγμιαία αψεγάδιαστο το οποίο μετακίνησε  το σήμερα θα κοιμηθώ παρέα σου στο σήμερα θα ταυτιστώ παρέα σου οπότε μπήκα και έπεσα ακριβώς στο πάτωμα τού πρώτου μηδέν κόσμου και ξεκίνησα να καλύπτω το μεταλιγνιτικό πάρτυ με αυτή τη νέα ζωή που πήραμε μισή μισή όταν πέσαμε  ολόκληρα στα ολόκληρα σκατά, λοιπόν φανερά αναδύεσαι φανερά φαίνεσαι και χαίρομαι για τη συνάντηση τόσο πολύ που καταλαβαίνω αελληνικά χωρίς να ξέρω ενώ αφήνομαι στο σε κοιτάζω και έτσι η εγγραφή εστιάζει κατά λάθος σε αυτη τη γραμμή δέρματος ανάμεσα στο πάνω και το κάτω ύφασμα μάλιστα σε κάποια στιγμή διακρίνεται ο αφαλός τώρα που το σχολιάζω αλλά δεν έχει σημασία τι φαίνεται ή τι λέγεται διότι το μόνο που έχει σημασία γενικά είναι τι οσφραίνεται και ευτυχώς εκείνο που εισπνέεται δεν είναι αυτό που εκπνέεται οπότε την κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί ας αποτυπωθεί καταγωγή όλη η γη και τελικά αν παίζει ζαλάδα κατα τη διάρκεια της επαφής χωρίς διακοπή της επαφής να υπάρχει δίπλα στίφτης και πορτοκάλια άφθονα πορτοκάλια γύρω πλάι παντού τα οποία ταυτόχρονα θα μπλέκονται θα στίβονται θα πίνονται αυτοπίνονται και ok